- ολπίδα
- και ορπίδα, η (Μ ὀλπίδα)η ελπίδα («και την ολπίδαν τόχει νά βρη πουλλίν ακάτερχο κι άγνωστο να γελάση», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίδα (πρβλ. ερμηνεία: ορμήνεια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλαφρύνομαι — (στον Ερωτόκρ.) ελαφρύνομαι λίγο, ξαλαφρώνω («ο νους παραλαφρώνεται, η ολπίδα του πληθαίνει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αλαφρύνομαι] … Dictionary of Greek